- ενσκίμπτω
- ἐνσκίμπτω, ποιητ. τ. ἐνισκίμπτω (Α) [σκίμπτομαι]1. γέρνω, ρίχνω προς τα κάτω («οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήαντα [οἱ ἵπποι]», Ομ. Ιλ.)2. εξακοντίζω3. χτυπώ, πλήττω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνισκίμψῃ — ἐνσκίμπτω lean upon aor subj act 3rd sg ἐνσκίμπτω lean upon aor subj mp 2nd sg ἐνσκίμπτω lean upon fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεσκίμφθη — ἐνσκίμπτω lean upon aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισκιμφθέντος — ἐνσκίμπτω lean upon aor part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισκίμφθη — ἐνσκίμπτω lean upon aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισκίμψαντε — ἐνσκίμπτω lean upon aor part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισκίμψαντες — ἐνσκίμπτω lean upon aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισκίμψωσιν — ἐνσκίμπτω lean upon aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισκίμψῃς — ἐνσκίμπτω lean upon aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνέσκιμψεν — ἐνσκίμπτω lean upon aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενισκίμπτω — ἐνισκίμπτω (Α) επικ. τ. τού ενσκίμπτω* … Dictionary of Greek